ὑπόβροχος

ὑπόβροχος
ὑπόβροχος
somewhat wet
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπόβροχος — (I) ον, Α λίγο βρεγμένος, κάπως μουσκεμένος («ὑπόβροχος τόπος», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρόχος «σχοινί»]. (II) ον, Α δεμένος με βρόχο, με σχοινί («ἐπιστόλιον ὑπόβροχον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρόχος «σχοινί»] …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”